γρῖπος — γρῖφος fishing basket masc nom sg γρῖπος haul masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρίφος — Δυσνόητη και ακατάληπτη φράση. Οι γ. συντάσσονται με λέξεις, αριθμούς, σχέδια και γράμματα. Πολλές φορές μάλιστα ένας γ. μπορεί να χρησιμοποιήσει πολλά από τα στοιχεία αυτά μαζί. Ανάμεσα σε εικόνες μπορούν να παρεμβληθούν γράμματα, συλλαβές ή και … Dictionary of Greek
Greifen — Greifen, verb. irreg. Imperf. ich griff; Mittelw. gegriffen; welches in doppelter Gestalt üblich ist. I. Als ein Neutrum, mit dem Hülfsworte haben, mit ausgesperrten und gekrümmten Klauen oder Fingern schnell und gewaltsam anfassen. 1. Eigentlich … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
γρίπιση — η [γρίπος] έρευνα τού βυθού με μηχανικά μέσα για τον εντοπισμό βυθισμένων αντικειμένων … Dictionary of Greek
γρίπων — γρίπων, ο (Α) [γρίπος] ο γριπεύς … Dictionary of Greek
γριπάρης — και γρυπάρης ο [γρίπος ή γρύπος] 1. ο γριπεύς, αυτός που ψαρεύει με γρίπο 2. αυτός που κατασκευάζει γρίπους … Dictionary of Greek
γριπίζω — (Μ γριπίζω) [γρίπος] γριπεύω … Dictionary of Greek
γριπεύς — γριπεύς, ο (Α) [γρίπος] 1. ψαράς 2. αυτός που κατασκευάζει αλιευτικά δίχτυα … Dictionary of Greek
γρύπος — ο ο γρίπος* … Dictionary of Greek